- ἐπιπαραγίγνομαι
- ἐπι-παρα-γίγνομαι, noch dazu kommen; τινί, über einen kommen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επιπαραγίγνομαι — ἐπιπαραγίγνομαι (Α) [παραγίγνομαι] 1. έρχομαι στη σκηνή 2. (για στρατηγό) έρχομαι για να διαδεχθώ κάποιον στη στρατηγία («μὴ συμβῇ τὸν ἐπιπαραγιγνόμενον στρατηγόν... τὴν ἐπιγραφὴν τῶν πραγμάτων λαβεῑν», Πολ.) 3. (για στρατό) ανέρχομαι («ἀτάκτως… … Dictionary of Greek